6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 49

μην ανήκεις πουθενά πονάει πραγματικά πολύ . Γιατί δεν υπάρχει χώρα πια για μας . Καταστράφηκε , πνίγηκε στο αίμα . Δεν έχουμε πια σπίτι να πάμε μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά . Δεν υπάρχει στην πόλη μου σχολείο για να πας . Κατάστημα για να ψωνίσεις . Γυρνώντας το κεφάλι μου συνάντησα το ανήσυχο βλέμμα της αδερφής μου . Είχα κουραστεί να βλέπω αυτό το βλέμμα . Τι σκέπτεσαι ; Δεν έχεις μιλήσει εδώ και ώρες . Έμεινα να την κοιτάω . Γιατί πραγματικά δεν ήξερα τι να της απαντήσω . Η αλήθεια είναι πως τις στιγμές εκείνες μου ήταν δύσκολο να μιλήσω σε κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό μου . Ίσως είναι και αυτή μια παρενέργεια του πολέμου . Τελικά της απάντησα πως ήμουν καλά . Άλλα δεν εννοούσα αυτό που έλεγα . Με φόβιζε η επικείμενη αναχώρηση μας . Αλλά φυσικά δεν είπα τίποτα για αυτό γιατί μόνο ένας αναίσθητος θα προσέθετε παραπάνω βάρος με τα λόγια του σε ανθρώπους που είχαν αρκετό . Τα λόγια μερικές φορές έχουν τόση δύναμη . Και στην κατάσταση μου δεν μου φάνηκε καλό να τα χρησιμοποιήσω . Φοβόμουν πως θα έλεγα τις λάθος λέξεις και θα πλήγωνα τους ανθρώπους που αγαπούσα . Και αυτό δεν θα το έκανε ποτέ ένας καλός άνθρωπος . Και εγώ ήθελα να είμαι καλός . Δεν ήθελα ο πόλεμος να με μετατρέψει και μένα στην χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου .
Προχώρησα ως την άκρη της αποβάθρας . Ο καιρός δεν ήταν καθόλου καλός . Το νερό της θάλασσας ήταν βαθύ , βρόμικο και μαύρο . Σαν τον ουρανό που απλωνόταν από πάνω του . Μικρά κύματα χόρευαν τριγύρω , δημιουργώντας ακανόνιστα σχήματα πάνω στον μαύρο καμβά της επιφάνειας της . Δεν ήξερα τι να κάνω ; Τι κάνει άραγε κανείς περιμένοντας ένα καράβι που θα τον σώσει από μια
49