6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 48

πήγαινα . Δεν ήθελα να φύγω . Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι . Οι ζωές μας εξαρτιόνταν από δυνατότερους ανθρώπους . Ήταν η φυσική ροή των πραγμάτων . Έτσι ; Ακούμπησα το κεφάλι μου στο παράθυρο , κοιτώντας έξω . Μεγάλα χωράφια απλώνονταν στις δύο μεριές του δρόμου , ενώ από πάνω τους αγρυπνούσε ένας μπλε ουρανός . Πόσο απέραντος μου φαινόταν εκείνη την στιγμή . Και πόσο μικρός ένιωθα εγώ . Μια πιο σκοτεινή απόχρωση του ίδιου εκείνου μπλε με συνόδεψε και σε μια αποβάθρα γεμάτη κόσμο . Άνθρωποι όλων των ηλικιών μοιράζονταν την ίδια ανυπομονησία και ανησυχία περιμένοντας . Είδα γονείς να κάνουν τους δυνατούς μπροστά στα παιδιά τους , ενώ η ψυχή τους λύγιζε κάτω από το βάρος των γεγονότων . Είδα νέους ανθρώπους να γίνονται κοινωνοί σκοτεινών μυστικών με απλές ανταλλαγές βλεμμάτων . Ο χώρος μύριζε άσχημα . Μου έφερε αναγούλα . Ο ουρανός είχε ντυθεί με την πιο βαριά και μολυβένια φορεσιά του . Μαύρα σύννεφα παρήλαυναν πάνω από τα κεφάλια μας και ένα κρύο αεράκι ταξίδευε ανάμεσα στους ανθρώπους παρασύροντας τα λόγια τους . Ένιωσα έναν θυμό για αυτόν τον όχλο , όπως θυμώνει κανείς μερικές φορές με την αντανάκλαση του στον καθρέπτη . Είχαμε φέρει μαζί μας μονάχα δύο βαλίτσες . Αυτό ήταν . Όλη μας η ζωή , τα δεκαπέντε χρόνια ύπαρξης μου είχαν στριμωχτεί μέσα σε δύο σκονισμένες βαλίτσες . Αλλά όχι ! Η ζωή μου ήταν πολύ περισσότερα από δύο βαλίτσες . Τουλάχιστον μέχρι να έρθει ο πόλεμος . Μέχρι να κάψει συθέμελα όσα είχα ζήσει μέχρι τώρα και να φυσήξει τις στάχτες μακριά . Τόσο μακριά , ώστε να μην μπορώ να τις πιάσω και να ξαναφτιάξω στο ελάχιστο αυτό που είχα . Αυτή η σκέψη με πόνεσε . Η αίσθηση του να
48