6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 47

ησυχία . Δεν υπήρχε τίποτα να πούμε . Ή μάλλον υπήρχαν τόσα πολλά που δεν τολμούσαμε να αρχίσουμε μια συζήτηση που ξέραμε πως δεν θα κατέληγε πουθενά . Τουλάχιστον έτσι έβλεπα εγώ τα πράγματα . Κοίταξα έξω από το παράθυρο το τοπίο που έτρεχε . Γλιστρούσε μέσα από τα χέρια μου . Όπως και η ζωή που ζούσα μέχρι τώρα . Πήρα μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω . Αλλά είχα παγιδευτεί . Όχι σε ένα αυτοκίνητο που κινούνταν γρήγορα προς το άγνωστο , αλλά σε ένα κελί φτιαγμένο από τις ίδιες μου τις σκέψεις . Και αυτές είναι οι χειρότερες φυλακές . Δυνατός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό . Σκεφτόμουν . Σκεφτόμουν τίποτα και τα πάντα . Και ένιωσα οργή και μίσος και λύπη και απελπισία . Μίσος για τους ανθρώπους που προκάλεσαν κάτι τόσο καταστροφικό . Γι ’ αυτούς που μετέτρεψαν τους ανθρώπους που αγαπούσα σε αγάλματα φόβου και ανησυχίας . Ζούμε στην σιωπή μέρες τώρα . Και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια εύθραυστη σιωπή που δεν επιτρέπεται να σπάσεις , ενώ όλο σου το είναι θέλει να φωνάξει . Για να αποβάλλει αυτά που νιώθει . Για να τα απελευθερώσει πριν τον καταστρέψουν ολοκληρωτικά . Για να αναπνεύσει και πάλι ελεύθερα . Κοίταξα την αδερφή μου . Μόρφασε πονεμένα , σχηματίζοντας ένα όμορφο μα ευάλωτο χαμόγελο . Της χαμογέλασα και εγώ . Τι άλλο μπορούσα να κάνω άλλωστε ; Και έτσι , μέσα σε εκείνο το πράσινο αυτοκίνητο , εγώ , συνοδευόμενος από το πιο πονεμένο χαμόγελο του αιώνα , συνειδητοποίησα πως είχα χάσει τον δρόμο μου . Μέσα σε εκείνο το αυτοκίνητο που μύριζε ανθρώπινες ανάσες και καταπιεσμένα συναισθήματα , αναρωτήθηκα για πρώτη φορά τι με περίμενε εκεί που
47