6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 27

υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις αυτό το λαμπερό χαμόγελο που έχεις τώρα στο προσωπάκι σου ..” Ανοίγει πάλι τα μάτια της . Στα μάγουλα της κυλάνε δάκρυα . Η ζεστασιά που ένιωθε έχει χαθεί . Ο ουρανός είναι σκοτεινός και γεμάτος σύννεφα . Ένας κεραυνός σκίζει τους αιθέρες και μια έντονη καταιγίδα ξεσπά . Τα ρούχα της μουσκεύονται , αλλά εκείνη δεν φεύγει . Σφίγγει ακόμα πιο πολύ το μπουκέτο με τις βιολέτες στο χέρι της . Ένα τρέμουλο διαπερνά όλο της το κορμί . Τα ακουμπά πάνω στην επιφάνεια του σκληρού μαρμάρου και πέφτει στα γόνατα . Το κορμί της τραντάζεται πλέον από τους δυνατούς λυγμούς . “ Συ …. Συγγνώμη παππού , αλλά δ …. δεν κράτησα την υπόσχεση μου ...” Έπειτα από λίγο σηκώνεται και πηγαίνει στο αυτοκίνητο της . Μπαίνει μέσα και αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό . “ Μαμά , γιατί καθόσουν τόση ώρα έξω στην βροχή ; Θα κρυώσεις !” “ Μην ανησυχείς Χρήστο μου , η μανούλα είναι καλά ” του απαντάει εκείνη και πιάνει στοργικά το μικρό χέρι του μικρού σγουρομάλλικου αγοριού στο πίσω κάθισμα . “ Πάμε σπίτι ”. Και με αυτά τα λόγια , βάζει μπρος την μηχανή και βγαίνει στην άσφαλτο . Προσπερνά τα μεγάλα τσιμεντένια γκρι κτίρια που ορθώνονται τριγύρω τους , στην θέση των ατέλειωτων πράσινων λιβαδιών , αφήνοντας πίσω της την παιδική της ηλικία και τον άνθρωπο που την αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο ... Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι ένα : μπόρεσε ποτέ η Ελένη να ξαναβρεί την ευτυχία ; Ναι , φυσικά και μπόρεσε . Είχε πλέον τον σύζυγο της , τον μονάκριβο γιο της , την δική της μικρή οικογένεια . Τα καλοκαίρια πηγαίνουν στο σπίτι που κληρονόμησε από την γιαγιά της και αναθυμάται τα παλιά .
27