4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 87

περιέβαλε μια τρυφερή, μυώδης σάρκα, σχηματίζοντας εκείνη την αέρινη σιλουέτα που μάγευε στα νεανικά του χρόνια. Τα πλούσια μαλλιά του είχαν την πιο έντονη καστανή απόχρωση και τα χείλη του ήταν τόσο κόκκινα, όσο δύο καλοσχηματισμένα και απαλά τριαντάφυλλα. Ενθουσιάστηκε με την ομορφιά του σώματος του και ένιωσε να τον μαγνητίζει η παλιά του δόξα. Βυθίστηκε σε ένα αχαλίνωτο ονειροπόλημα, μην μπορώντας να κατανοήσει το θαύμα που είχε γίνει. Ένας οξύς και διαπεραστικός ήχος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ορφέα! Ορφέα!! Φώναζε κάποιος επιτακτικά. Γύρισε το κεφάλι του και την είδε. Η μητέρα του στεκόταν στο κατώφλι της κουζίνας και του έριχνε ένα αυστηρό αλλά συνάμα γλυκό βλέμμα. Πόσο καιρό είχε να την δει! Τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια. Τα ωχρά μάγουλα και τα γκρίζα της μαλλιά. Έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της και μύρισε το γνώριμο άρωμα της. Εκείνη ξαφνιασμένη έμεινε να τον κοιτάει με μάτια γεμάτα αγάπη. Ο Ορφέας με φωνή που μόλις ακουγόταν ψέλλισε «Πόσο μου έχεις λείψει!» Η μητέρα του φόρεσε ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση. Οι αναμνήσεις πολιόρκησαν το μυαλό του και στιγμιότυπα μιας άλλης ζωής παρουσιάσθηκαν μπρός στα μάτια της φαντασίας του. Ένα λυπημένο χαμόγελο. Ένα μητρικό, χαμένο βλέμμα. Ένα σπίτι γεμάτο με φαντάσματα ίδια σαν και αυτή. Το άδειο πατρικό νεοκλασικό του σπίτι. Μια ξεχασμένη κουνιστή πολυθρόνα. Και τέλος, ένα μοιραίο τηλεφώνημα. Ένας καταρράκτης δακρύων, από πηγές που είχαν από καιρό στερέψει. Ένιωσε το κενό του χώρου να εισχωρεί στην ψυχή του και περπάτησε γρήγορα προς την κουζίνα. Στάθηκε μπρος από το παλιό ξύλινο τραπέζι με το κάτασπρο κεντητό τραπεζομάντιλο, και παρατήρησε την σαμπάνια που ξεκουραζόταν στην ασημένια της κολυμπήθρα. Μόλις τον πλησίασε η μητέρα του, την ρώτησε με εκείνη 87