4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 40

Το ξέρω μερικές φορές δεν βρίσκω χρόνο να γράφω αλλά καταλαβαίνεις γιατί. Ο πατέρας πέθανε. Μπήκαν μέσα στο σπίτι 5 Γερμανοί προχτές και μας αναστάτωσαν. Έψαχναν λέει όλους τους αρρώστους. Τους ήθελαν για κάτι πειράματα είπαν. Σήμερα το πρωί ήρθε ένας από αυτούς και μας είπε ότι πέθανε. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη τον σκότωσαν. Εκείνοι και τα πειράματά τους. Έμεινα δυνατή. Τον έκλαψα τον πατέρα αλλά όχι πολύ, μην πάθω και τίποτα. Και…… τα κατάφερα. Έμεινα δυνατή. Όχι για μένα, μα για το παιδί και τον αρραβωνιαστικό μου. Για τους δύο σημαντικότερους ανθρώπους στη ζωή μου. Ο γιατρός είπε ότι σε περίπου 3 βδομάδες ίσως και νωρίτερα γεννάω. Θα κρατήσω στα χέρια μου το υπέροχο μου πλασματάκι. Το ρολόι στον τοίχο χτύπησε 12. Είχε περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβει και έπρεπε να φύγει να πάει στη δουλειά. Μα θα ξαναρχόταν Θα ξαναρχόταν για να τελείωνε την ιστορία και για να ανοίξει εκείνο το κουτάκι. Η ώρα στο μαγαζί δεν περνούσε. Ο νους της τριγυρνούσε στο μυστηριώδες κουτάκι και στη συνέχεια της ιστορίας. Το κουδούνι της πόρτας της απέσπασε την προσοχή. Κοίταξε τον πελάτη στα μάτια. Κάτι γνώριμο είχε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Σαν να τον ήξερε από πάντα. «Σας ξέρω από κάπου;» ρώτησε η Αντριάνα ευγενικά. « Δεν νομίζω να έχουμε ξανασυναντηθεί. Αλλά νιώθω ότι σας ξέρω από πάντα.» απάντησε ο νεαρός. «Δώσε μου το τηλέφωνό σου να σε πάρω να συναντηθούμε να πάμε να πιούμε καφέ.» πρόσθεσε η Αντριάννα. Όταν έφυγε επιτέλους ο κύριος αυτός, και εξυπηρέτησε λίγους ακόμα πελάτες, ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς Μυρσίνης. Στο δρόμο συλλογιόταν: «Ποιος μπορεί να ήταν αυτός;» «Έχει καμία σχέση με την οικογένεια της;» «Αν ναι, πώς;» 40