4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 25

ακριβό εισιτήριο άρα έπρεπε να περιμένει ως το βράδυ. Να πάρει το τελευταίο τραίνο των δώδεκα παρά πέντε και να φτάσει εκεί το άλλο πρωί. Πως θα περνούσαν όμως οι ώρες; Δουλειά δεν είχε. Ο άντρας της δούλευε και τα παιδιά της ήταν στο σχολείο. Θα έμενε μόνη. Με το μοναδικό πράγμα που να μπορεί να κάνει, απλά να σκέφτεται. 3 Η ώρα πέρασε αργά και βασανίστηκα. Παρόλα αυτά όμως πέρασε. Αγκάλιασε τις κόρες της, λέγοντας τους πως θα πήγαινε στο χωριό. Στην αδερφή της. Που ήταν άρρωστη. Τι φτηνή δικαιολογία. Τον Ανδρέα δεν μπόρεσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Έφυγε χωρίς να του πει ένα τελευταίο αντίο. Πήρε το δρόμο προς το σταθμό. Πόσα χρόνια είχε να βρεθεί εκεί πέρα; Τίποτα δεν είχε αλλάξει από την τελευταία φορά. Ο ''αγαπημένος'' της, βρισκόταν ακόμη εκεί. Ένας γλυκός καραφλός κύριος. Επεδίωκε να της εκδίδει εκείνος το εισιτήριο κάθε φορά, γιατί με το ζεστό του χαμόγελο της έφτιαχνε τη διάθεση. Πόσο τυχερή ήταν. Παρά τον κόσμο, το εισιτήριο της ανέγραφε και βαγόνι αλλά και θέση. Πήγε στο περίπτερο έξω από το σταθμό. Ακόμη ήταν εκεί εκείνος ο μικροκαμωμένος γεράκος. Κοιτούσε το κενό. Έμοιαζε δυστυχισμένος. Σα να περιμένει την ώρα που θα τελειώσει το ταξίδι του σε αυτό τον κόσμο. Κάποτε ήταν χωρατατζής. Έκανε αστεία και τα μάτια του έλαμπαν. Τι άλλαξε τώρα; Ζήτησε ένα πακέτο τσιγάρα. Τσιγάρα και σπίρτα. Τον πλήρωσε και έφυγε πριν προλάβουν να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα. Πόσο αλλάζουν η ζωή, ο πόνος και οι καταστάσεις τους ανθρώπους τελικά. Άνοιξε το πακέτο. Πήρε ένα τσιγάρο και το ακούμπησε στα χείλι της. Το άναψε. Είχε χρόνια να καπνίσει. Της το απαγόρευε ο Ανδρέας. Είχε άσθμα με αποτέλεσμα στην αρχή της σχέσης τους, είχε αρρωστήσει βαριά. Βρισκόταν πάνω από δυο εβδομάδες στο 25