4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 182

από την μέρα που γεννήθηκε προσπαθούσε να δείξει κάτι που δεν ένοιωθε, χαρά. Και πλέον είχε φτάσει στα όριά της. Γιατί το ένοιωθε σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να το καταπνίξει, όπως έκανε πάντα. Αλλά τώρα που το σκεφτόταν, σάμπως θα το πρόσεχε κανείς; Είχε τόση ανάγκη να μιλήσει με κάποιον. Να μιλήσει πραγματικά, όχι να τον ρωτήσει τι κάνει και αυτό ήταν όλο. Σήμερα η Μία δεν κατέβηκε για πρωινό. Πάντα κατεβαίνει. Γιατί όχι σήμερα; Πάντα φαινόταν να έχει κάτι, αλλά δεν μας έλεγε ποτέ τίποτα. Είναι τόσο κλεισμένη στον εαυτό της. Τόσο μοναχική. Αλλά μήπως φταίμε και εμείς; Θέλω να πω, ποτέ δεν την ενθαρρύναμε να μας μιλήσει. Καθώς άνοιγε μία από τις πίσω πόρτες του παλατιού, φρέσκος αέρας τής γέμισε τα ρουθούνια. Ήταν, τελικά, πολύ καλή η ιδέα της να κάνει έναν περίπατο. Επειδή όμως ήταν πριγκίπισσα, πάντα έπρεπε να συνοδεύεται από κάποιον: αυτή τη φορά βγήκε στα κρυφά! Φορούσε φτωχικά ρούχα και έτσι δεν κατάλαβε κανείς τίποτα! Άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει πού πάει. Ήταν ανέμελη. Δίπλα της απλώνονταν πολύχρωμα λιβάδια. Έξω από τους τέσσερις τοίχους άλλαζαν τα πάντα! Καθώς ξεμάκραινε όλο και περισσότερο από το παλάτι, έβλεπε μικρά σπιτάκια να ξεπροβάλουν. Παιδιά έπαιζαν στους δρόμους, γέλαγαν, ζούσαν. Πόσο τα ζήλευε! Και μετά θυμήθηκε τη δική της ζωή και σκυθρώπιασε. Ένα κορίτσι από τα παιδιά που έπαιζαν την πλησίασε: «Γεια σου! Θες να παίξουμε μαζί;» της πρότεινε. Δίστασε. Οι γονείς της δεν της επέτρεπαν να παίζει, να συζητά ή ακόμα και να πλησιάζει τα χωριατόπουλα. Όμως εκείνη το είχε ανάγκη. Κανείς δεν ήξερε πόσο το είχε ανάγκη. Θα το έκανε για τον εαυτό της. - Αν θέλω, λέει! 182