4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 17

- Επιτέλους, δεσποινίς, μιλήσατε, είπε ευχαριστημένος ο παράξενος κύριος. Θα μου πεις γιατί ήσουν έτσι χτες; Η Ανταλέτ δίστασε για λίγο, αλλά μετά του είπε: «O πατέρας μου είναι πολύ καταπιεστικός. Τον μεγάλο μου αδερφό, τον Μουσταφά, τον έκανε φανατικό μουσουλμάνο και τον έστειλε να γίνει Τζιχαντιστής. Εγώ προσπάθησα να τον μεταπείσω, αλλά…». Την έπιασαν τα κλάματα και σταμάτησε να μιλάει. Ο παράξενος κύριος την χάιδεψε στο χέρι τρυφερά, αλλά αυτή τη φορά η Ανταλέτ δεν αντέδρασε. «Πολύ κακό αυτό. Και που σε έδειρε και που πήγε να κάνει πόλεμο» είπε. Μέσα στα κλάματα η Ανταλέτ είπε με θυμό: «Δεν με νοιάζει για τον αδερφό μου. Μια ζωή με έλεγε ζώο και άχρηστη. Για τη μάνα μου με νοιάζει, που ξενυχτά και κλαίει για αυτόν και έχει βασανιστεί πολύ». Ο κύριος με την καπαρντίνα σάστισε. «Είναι βασανισμένη ε;», αποκρίθηκε λυπημένος. «Παλιά αντιδρούσε σε όλα τα παράλογα του πατέρα μου, αλλά την έδερνε πολύ. Ώσπου δεν άντεξε το κορμί της και υποχώρησε σε όλα, μέχρι μουσουλμάνα έγινε και τώρα κάθεται δυστυχισμένη στη γωνιά της. Δεν μπορώ να την βλέπω να κλαίει και γι’ αυτόν τον άμυαλο που πάει στη Συρία να σκοτώσει κόσμο». «Να σκοτωθεί εννοείς», είπε εκείνος. «Ξέρεις, παιδί μου, όποιος έχει μίσος και θέλει να σκοτώσει, στο τέλος σκοτώνεται ο ίδιος, στο σώμα ή στην ψυχή». Η Ανταλέτ χαμογέλασε και ένιωσε ότι είχε κάποιον που επιτέλους μπορούσε να εμπιστευτεί και να την μαγεύει με τα λόγια του. «Με λένε Αιμίλιο» είπε εκείνος. Οι δυο τους συνέχισαν να συναντιούνται. Μίλαγαν για τη χριστιανοσύνη, την Πόλη, τα περίεργα πολιτικά δρώμενα στην Τουρκία. Και ο καιρός περνούσε. Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, έφυγε και αυτή και έτσι ήρθαν τα μέσα του Ιούλη. Κι όσο περνούσε ο καιρός, ο Αιμίλιος ζητούσε από την Ανταλέτ να την βλέπει πιο συχνά. 17