4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 16

διαολεμένος ο πατέρας και την έσυρε έξω από το δωμάτιο. Εκείνη έκατσε στη γωνία για να ακούσει. Ο πατέρας κατέβασε ένα ολόκληρο ποτήρι και με τον αφρό της καλοψημένης μπύρας του στο παχύ μουστάκι του χαμογέλασε και είπε: «Άκου Σισμάν, ο Μουσταφά βρήκε τον δρόμο του και πήγε πολεμιστής του Αλλάχ. Σκεφτόμουν τι θα γίνει με σένα». Τότε ο πατέρας έβγαλε από την τσέπη του ένα γράμμα. Ο Σισμάν, αντίθετος με τις θρησκευτικές εμμονές φανατισμού του πατέρα του, τον άκουγε συνοφρυωμένος με κατεβασμένο το βλέμμα. «Η χώρα σε ζητάει στρατιώτη» του είπε με χαρά και εκείνος σήκωσε το χαμηλωμένο του βλέμμα και άρπαξε μες την αγωνία και την απογοήτευση το χαρτί που τον έστελνε στρατιώτη. «Μεθαύριο πάμε να καταταγείς» είπε και αφού κατέβασε ακόμη μια μπύρα, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει. Η Ανταλέτ βγήκε στο μπαλκόνι κλαίγοντας. Ο Βόσπορος φύσηξε και έσυρε ξανά την κουρτίνα της μάνας της έξω… Η επόμενη μέρα την βρήκε στο γνωστό της σημείο: να χαζεύει την Αγιά Σοφιά, τους ανθρώπους που περιδιαβαίνουν, όλα! Όλα όσα την κάνουν να ξεχαστεί. Ξάφνου, εμφανίστηκε πάλι ο άνδρας με την καπαρντίνα, περιχαρής και με μια σακούλα γεμάτη γλυκά. Η Ανταλέτ προσπάθησε να τον αγνοήσει. «Καλημέρα» της είπε όλο γλύκα και της προσέφερε μπακλαβά φρεσκότατο, μα εκείνη τον αγνόησε και συνέχισε να κοιτά την Αγιά Σοφιά. Κάθισε δίπλα της και προσπαθούσε να την καταλάβει. «Ξέρεις δεν ήταν πάντοτε έτσι… Ξεβαμμένη, άχρωμη, άσχημη». Η Ανταλέτ παραξενεύτηκε, γύρισε και τον είδε να κοιτάζει με λύπηση το λαμπρό κτήριο. - Υπήρξε καιρός που τ’ αληθινά, πορφυρά χρώματα χριστιανοσύνης, την έντυναν πιο ωραία . Όπως και όλη την Ινσταμπούλ βέβαια. Την Πόλη θέλω να πω... - Ο πατέρας μου άλλα λέει. Ότι έτσι είναι πιο όμορφη… 16