4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 117

Το μόνο που ήθελα ήταν να ολοκληρώσω το σχολείο και να φύγω, να φύγω μακριά, μακριά από εδώ. Όσο πιο μακριά γινόταν. Αλλά πονάει αυτή η μοναξιά ρε γαμώτο. Καθόμουν και σκεφτόμουν τι θα γινόταν και πού θα μπορούσα να πάω. Να δουλέψω. Να κάνω τί;. Με καλύτερο βαθμό το 12, δεν θα βάλω ποτέ μυαλό. Δεν θα πετύχω ποτέ τίποτα. Έτσι μου είπαν οι δάσκαλοι. «Χαμένη υπόθεση» είπαν… Είναι πολλά. Πάρα πολλά. Δεν θα σε απασχολήσω άλλο. Να έχεις μια όμορφη ζωή. Σ΄ ευχαριστώ που με άκουσες, ναι, λέω με άκουσες, γιατί, αν και αυτή τη στιγμή διαβάζεις απλώς ένα γράμμα, εγώ σου μιλάω και εσύ με ακούς, για πρώτη και τελευταία φορά, αλλά με ακούς. Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Αντίο. Το αγόρι τοποθέτησε το γράμμα προσεκτικά στο κρεβάτι του, σηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια του. Κοίταξε τον ουρανό έξω από το παράθυρο του και δάγκωσε τα χείλι του. Η κηδεία του κοριτσιού θα γινόταν αύριο, δεν σκόπευε να πάει… «Εγώ την σκότωσα» ψιθύρισε. Σκέφτηκε πως το λιγότερο που μπορούσε να κάνει είναι να την αποχαιρετήσει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε μέχρι επάνω. Μετά βίας κοιμήθηκε το βράδυ. Όταν ξύπνησε είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα κόκκινα πρησμένα μάτια του και τα καστανά του μαλλιά ήταν ιδρωμένα. Φόρεσε το μαύρο πουκάμισο του που μέχρι εκείνη την μέρα ήταν αφόρετο και το μπλε τζιν του και κατέβηκε βιαστικά τις ξύλινες σκάλες που οδηγούσαν στο σαλόνι. Οι γονείς του ήταν στη δουλειά τους, οπότε τους άφησε ένα σημείωμα που έλεγε: «θα είμαι σπίτι για το βραδινό». Πήρε το ποδήλατό του και κατευθύνθηκε προς το τοπικό νεκροταφείο. 117