4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 15

- Πώς σε λένε μικρή μου; - Ανταλέτ. Ανταλέτ Μουτσούζ. - Χάρηκα πολύ Ανταλέτ Μουτσούζ. Συγχώρεσε τα τούρκικά μου. Είμαι Έλληνας, δεν μιλώ καλά. Ποιος σε έκανε έτσι; - Ο αδερφός μου, ο Μουσταφά. - Και γιατί; Η Ανταλέτ ξέσπασε σε κλάματα για άλλη μια φορά. Τότε ο κύριος με την καπαρντίνα πέρασε διστακτικά το χέρι του πίσω από τον ώμο της. Τα κλάματά της σταμάτησαν. Σηκώθηκε, τον κοίταξε στα μάτια και αυτός είχε ένα αινιγματικό χαμόγελο. Γύρισε την πλάτη της και άρχισε να περπατά γρήγορα. «Να σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα;» τον άκουσε με μια γλυκιά φωνή και αυτά τα σπαστά τούρκικα που μιλούσε. Κοντοστάθηκε… Γύρισε και τον κοίταξε προσπαθώντας να αρθρώσει μια απάντηση. Μα ύστερα συνέχισε τον δρόμο της για το σπίτι. Από μακριά είδε στο μπαλκόνι της μάνας της πάλι το αεράκι του Βοσπόρου να φυσά και να παρασύρει προς τα έξω τη λευκή κουρτίνα. Η Ανταλέτ, η μάνα της και ο άλλος αδερφός της, ο Σισμάν, κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και περίμεναν τον πατέρα να επιστρέψει. «Γυναίκα, φαί!» ακούστηκε να λέει, μόλις μπήκε. «Έτοιμο, Μεχμέτ» είπε η μάνα και σηκώθηκε να φέρει μπύρες στο τραπέζι. Ο πατέρας πέταξε το σκούρο μπλε πουκάμισο σε μια καρέκλα και άρχισε να τρώει με βουλιμία. Μόλις τέλειωσε, άρχισε να κατεβάζει μία-μία τις μπύρες του και να χαμογελά ευχαριστημένος για τον Μουσταφά. Όταν τέλειωσε η μάνα το πλύσιμο των πιάτων- η Ανταλέτ δεν είχε αγγίξει το δικό της- ο Μεχμέτ έκανε νόημα και στις δύο. «Μέσα εσείς. Θέλω να μιλήσω με τον γιο μου». Η μάνα χωρίς να βγάλει άχνα, χάθηκε στην κάμαρά της. Η Ανταλέτ σηκώθηκε και πήγε να ξεδιψάσει με λίγο νερό. «Μέσα είπα ρε, δεν ακούς;» ούρλιαξε 15