4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 111

έκπληκτη. «Δεν γίνεται να με ξέχασαν...» σκέφτηκε έντρομη. Μετά από αυτό ησυχία απλώθηκε στο σπίτι. Η Αγγελική άνοιξε την πόρτα του δωματίου της σιγά σιγά και ξεχύθηκε στα δωμάτια ψάχνοντας τους γονείς της. «ΜΑΜΑ;... ΜΠΑΜΠΑ;... ΘΕΙΑ;...» . Το σπίτι ήταν άδειο! Σκοτάδι παντού.. Από μακριά φέγγιζε το πορτατίφ του σαλονιού και το φως της κουζίνας που το είχαν ξεχάσει ανοιχτό. Απέξω ακούγονταν τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων διαλύοντας την νεκρική σιγή. Το ρολόι θύμιζε πως η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Η Αγγελική μόνη στο σπίτι για ένα ακόμη βράδυ που φάνταζε αιώνας. Χωρίς δεύτερη σκέψη αρπάζει το κινητό της και αφού πληκτρολογήσει έναν αριθμό , περιμένει λίγο...Η Δήμητρα, η κολλητή της ευτυχώς απάντησε και ένας χείμαρρος δακρύων και παραπόνων ξεχύθηκε στην τηλεφωνική αυτή συνομιλία. «Δεν αντέχω άλλο ρε Δήμητρα. Οι γονείς μου είναι συνέχεια στη Δέσποινα και με αγνοούν τελείως. Δεν ξέρω τι να κάνω... Ώρες ώρες είναι σαν να μην υπάρχω. Η ζωή μας πια είναι σπίτι, νοσοκομείο. Αν ο μπαμπάς ήταν ταξιτζής, τότε σίγουρα θα είχαμε γίνει εκατομμυριούχοι». Μίλησε τόσο ώστε να ελαφρύνει λίγο αυτό το αβάσταχτο φορτίο που βάραινε την καρδιά της. Η Δήμητρα πάντα στεκόταν δίπλα της , το ήξερε. Έκλεισε το τηλέφωνο και το ακούμπησε στο κομοδίνο, δίπλα της. Σε λίγο άρχισε να βρέχει... Δακρυσμένη η Αγγελική πήγε και κάθισε δίπλα στο παράθυρό της σκεπτόμενη για το τι μπορούσε να κάνει προκειμένου να αλλάξουν λίγο τα πράγματα προς το καλύτερο. « Ίσως η βροχή να είναι ένα σημάδι». Με τη σκέψη αυτή , ο ύπνος ήρθε να την πάρει στην ανακουφιστική, παρήγορη αγκαλιά του. Πέρασαν δύο μήνες... Πλέον Αύγουστος και η Αθήνα είναι ακόμα γεμάτη από ανθρώπους που χαλαρώνουν στις καφετέριες. Η ζέστη σε συνδυασμό με το καυσαέριο, έχει γίνει ανυπόφορη! Ο άστεγος άνθρωπος είχε πλέον πετάξει την κουρελιασμένη του κουβέρτα . 111