"25th hour" project | Page 89

“25th hour” project κλάμα και την αγρύπνια. Του γύρισε απότομα τη πλάτη της και απομακρύνθηκε. Δεν είχε διάθεση για δράματα και τέτοια. Ο Ήλιος φώτιζε τον ουρανό και τον έκανε από γαλάζιο σχεδόν λευκό. Μέσα στον λευκό ουρανό δεν υπήρχε καμιά κηλίδα μίσους και πόνου. Ήταν ολοκάθαρος, αισιόδοξος, λαμπερός. Στην άκρη άκρη του λόφου το σώμα της έγερνε προς τα μπρος. Ισορροπούσε τον κίνδυνο. Τα πουλιά πετούσαν βιαστικά στο πλάι της. Περνούσαν δίπλα απ’ τα τεντωμένα της χέρια. Άκουγε τα ρυθμικά φτερουγίσματα τους και νόμιζε πως της έπιαναν τα χέρια -έτσι τεντωμένα που ήταν- και τη σήκωναν ψηλά. Και πως πετούσε σιγά σιγά μαζί τους. Τα πόδια της άφηναν λίγο λίγο το έδαφος και ανέβαιναν ψηλά, αιωρούνταν στον αέρα. Πετούσε και πάλι. Αυτήν τη φορά διάλεξε να πάει ακόμη πιο μακριά. Εκεί είδε ανθρώπους που χαλούσαν τη ζωή τους, που ρήμαζαν τη γη, που κυνηγούσαν το κέρδος, που πολεμούσαν, που σκότωνε ο ένας τον άλλο, που ροκάνιζαν τον εαυτό τους. Είδε ανθρώπους που δεν ξέρανε ν’ αγαπήσουν τον άλλο άνθρωπο ούτε καν τον εαυτό τους. Τα είδε όλα καθώς πετούσε και φοβήθηκε γιατί είχε απομακρυνθεί πολύ γι’ αυτό έβλεπε τόσο θλιβερά πράγματα. Έπρεπε να γυρίσει πίσω. Δεν την αφορούσαν τέτοια πράγματα ακόμη. Ένα κορνάρισμα αυτοκινήτου που της έκανε προσπέραση, την επανέφερε στην πραγματικότητα. Έτρεχε ακόμη στη λεωφόρο και είχε αργήσει. Πάντα κάτι προέκυπτε τελευταία στιγμή στη δουλειά και την καθυστερούσε. Και δεν είχε το θάρρος ακόμη να ζητάει χάρες. Ο μικρός της θα περίμενε κάτω απ’ το υπόστεγο του σχολείου. Ίσως να είχε βάλει και πάλι τα κλάματα, όπως τις προάλλες. Δίπλα της, στη λεωφόρο, βούιζαν αυτοκίνητα. Το αμάξι της, όταν συναντούσε μικρές κλίσεις, έχανε την απόλυτη επαφή με το έδαφος και σηκωνόταν κάπως σαν να πετούσε. Ο αέρας τής τίναζε τα μαλλιά προς τα πίσω, όπως τότε που ήταν παιδί πάνω στο λόφο. Ο θαλασσινός αέρας του λόφου με τον ανεμόμυλο, ο αυθεντικός και ζωογόνος, φυσούσε ακόμη μες τη ζωή της. Ο παιδικός της εαυτός, ο ανέμελος και αισιόδοξος, ο ελε