"25th hour" project | Page 690

“25th hour” project Εκείνη, σε αυτά τα αρνητικά, μπορούσε να δει την κολλητή της να πηδιέται με τον άντρα της. Μέσα στο άλμπουμ όμως, έβλεπε και τις δυο τους στη Σαντορίνη, αγκαλιά στα σοκάκια της Καλντέρας. Δώδεκα παρά ένα… «Σχεδόν μεσάνυχτα», σκέφτηκε, «μόλις το μεγάλο ρολόι χτυπήσει δώδεκα ακριβώς, το πανέμορφο φόρεμά μου θα γίνει ένα μάτσο κουρέλια, η άμαξα κολοκύθα και τα άλογα ποντίκια». Χαμογέλασε και άναψε ένα τσιγάρο. «Μόνο κάτι θα μείνει ανέπαφο σε όλη αυτή την ιδιόμορφη διαπραγμάτευση», φύσηξε τον καπνό της προς το ολόγιομο φεγγάρι, «λες και το προσδοκώμενο χάπι εντ είναι αυτοσκοπός…» Δώδεκα ακριβώς… Ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου από το δρόμο. Σηκώνεται, από αδράνεια και πηγαίνει στο παράθυρο. Αν υπήρχε μια μόνο σκέψη μέσα στο κεφάλι της εκείνη τη στιγμή, αυτή θα ήταν όχι όσα δεν πρόλαβε στη ζωή της να πει, αλλά όσα δεν πρόλαβε να ακούσει. Στις αναμνήσεις, όμως, δεν απολογείσαι, όπως άλλωστε δεν αγκαλιάζεις και τις σκιές. Ένιωσε πίσω της μια παρουσία. Γύρισε το κεφάλι, αργά, μουδιασμένη ως το τελευταίο νεύρο του κορμιού της. Και τότε την είδε. Εκείνη την ίδια, να στέκεται απέναντί της, μια ζωή μετά. Σαν κάτι να ξέφυγε από την κανονική ροή του χρόνου. Σαν κάτι να μπλόκαρε τα γρανάζια των ρολογιών. Ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό της. «Είμαι εσύ», της είπε, με χείλη σφραγισμένα, κοιτώντας την κατάματα. «Τι έκανα τελικά;», τη ρώτησε εκείνη, νιώθοντας τα πόδια της βαριά φυλακή, που την κρατούσε ακίνητη στο ίδιο σημείο. «Εσύ δεν είσαι στεριανή. Μακριά από το βυθό σου σχεδόν πονάς. Εγώ είμαι πλάσμα του ίδιου βυθού, αλλά έχω ανταλλάξει πια την ψαρίσια μου ουρά, για αυτούς, που αγάπησα τελικά στη δική μου στεριά» 690