"25th hour" project | Page 625

“25th hour” project άγνωστου άντρα που στεκόταν στο παγκάκι, άχρονος, χωρίς ταυτότητα, μια κοίτη ασφαλής, ανώνυμη. «Εδώ και πέντε μήνες το δείχνω παντού, και αυτό και τα άλλα ξύλινά μου δημιουργήματα, σε όποιον μπορείς να φανταστείς. Είμαι άνεργος εδώ και έναν χρόνο. Το εργοστάσιο που δούλευα έχει κλείσει. Δουλεύει μόνο η κυρά. Καθαρίζει σκάλες. Δεν μπορώ ούτε σοκολάτα στον εγγονό μου να πάρω… Όταν μένεις άνεργος στα 50 πονάει πολύ… Χρόνια τα σκαλίζω… Το ξύλο το αγαπώ. Κι εκείνο όμως. Είτε λέγεται έπιπλο, είτε πρώτη ύλη… Του μιλάω και μου μιλά. Το γυαλίζω… Φτηνά το δίνω… Τίποτα… Να, σχεδίασα και αυτή τη μακέτα για να τυπώσω κάρτες, κάποια στιγμή όταν μπορέσω… μα τζάμπα κόπος… Δεν παίρνουν το τηλέφωνό μου ούτε από ευγένεια…» είπε βγάζοντας από τη σακούλα το πόνημά του. Η ματιά του Αποστόλη πλέον είχε σαγηνευτεί από το μικροσκοπικό αντικείμενο… Κουβαλούσε μια τελειότητα ξεχωριστή… Αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικός τεχνίτης… Τον κοίταξε ορθά στα μάτια… «Μπορώ να το περιεργαστώ;» ρώτησε. «Το ρωτάς, ρε φίλε; Είσαι ο πρώτος που χαλαλίζει τη ματιά του». Έβγαλε το χέρι από την κουβέρτα και η αφή γλυκάθηκε από τη λεία επιφάνεια. Έδωσε κίνηση με τον δείκτη του στη μασίφ ρόδα και τσούλησε το καροτσάκι στη ράγα από το παγκάκι… «Είναι μοναδικό. Απόστολος.» συστήθηκε. «Να σαι καλά ρε φίλε. Ιάκωβος. Αλλά τι σου λέω και σένα βραδιάτικα… Έχεις χειρότερα ζόρια από μένα… Σχώρα με. Σχώρα με, αδερφέ…» «Μήπως μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Θα μπορούσες να πεταχτείς στο περίπτερο να με κεράσεις ένα νεράκι; Τα πόδια μου δεν με βαστούν…» «Φυσικά, άνθρωπέ μου. Είναι το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω. Κράτα μου εσύ τη σακούλα μόνο. Ναι;» Το νερό προσφέρθηκε με αξιοπρέπεια και το ίδιο αξιοπρεπώς, ζητώντας μια ακόμη φορά συγνώμη ο Ιάκωβος ζυμώθηκε με τους περαστικούς και χάθηκε στη νύχτα. Αποκαμωμένος φόρεσε τις παντόφλες του και έγειρε 625