"25th hour" project | Page 612

“25th hour” project Εύη Αγγελακοπούλου | 17.3.2015 Σάββατο πρωί κι η πλατεία όπως και κάθε Σάββατο ήταν γεμάτη κόσμο να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω. Οι περισσότεροι κρατούσαν τσάντες από ψώνια και παιδικά χεράκια, τα οποία με την σειρά τους κρατούσαν μπαλόνια. Ο Μιχάλης δεν κρατούσε κάποιου το χέρι γιατί έπρεπε να κινεί τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού του, το οποίο όταν κουραζόταν το έσπρωχναν οι γονείς του. Δεν ζήλευε αυτούς που περπατούσαν. Δεν κλαψούριζε για το αναπηρικό του καροτσάκι. Αντίθετα ένοιωθε τυχερός που το είχε και τον βοηθούσε να κινηθεί. Ζήλευε όμως τα πουλιά που είχαν φτερά και τα μπαλόνια που πετούσαν. Γι’ αυτό του άρεσαν κι οι πλατείες, εκεί τα έβρισκε και τα δύο. Το δικό του μπαλόνι το έδενε στο χερούλι του καροτσιού. Του άρεσε η κίνησή του στον αέρα. Το θεωρούσε μαγικό να στέκεται εκεί ψηλά δίχως να πέφτει. Η μαγεία, εμφανίζεται μόνο σε αυτούς που την πιστεύουν, μου είπε. Ήταν μόλις δέκα χρονών. Τα μπαλόνια δεν τα έβαζε στο σπίτι. Τα άφηνε ελεύθερα να φύγουν ή τα έδενε στα κάγκελα στο μπροστινό μπαλκόνι του σπιτιού του. Τα σπίτια έχουν ταβάνι και στα μπαλόνια δεν αρέσουν τα ταβάνια, τα περιορίζουν έλεγε. Και όπως σ’ αυτά δεν άρεσαν τα σπίτια έτσι και στον Μιχάλη. Η μόνη ώρα που του άρεσε ήταν η ώρα του ύπνου. Για την ακρίβεια το μεσοδιάστημα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Εκεί όπου συμβαίνει η 25η ώρα. Η ώρα όπου μπορεί ο καθένας να είναι ό,τι και όπως θέλει. Η 25η ώρα είναι κοινό μυστικό όλων. Κάποιοι την θεωρούν όνειρο γιατί δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν με την λογική. Στην 25η ώρα του Μιχάλη ο κόσμος του ήταν διαφορετικός. Την ώρα αυτή οι άνθρωποι δεν περπατάνε αλλά πετάνε. Εκεί το καροτσάκι του ήταν αχρείαστο κι έτσι το άφηνε δίπλα στο κρεβάτι του σαν άχρηστο αντικείμενο. Υπήρχαν ανάπηροι και στην 25η ώρα. Αυτοί που δεν είχαν φτερά κι απλά περπατούσαν. Σκεφτόταν ότι στις 24 ώρες κανείς δεν έχει φτερά άρα θεωρούνται όλοι ανάπηροι. Ένοιωθε ελεύθερος. Μα αυτό που του άρεσε πιο πολύ, ήταν ότι πετώντας μπορούσε να κρατήσει κάποιον από το χέρι. Πετούσε χέρι - χέρι με τους γονείς του, την μικρή του αδερφή και τους φίλους του. Κι εκεί στις βόλτες 612