"25th hour" project | Page 611

“25th hour” project Σωριάστηκε στη θέση της μικρής στον καναπέ, έχωσε το πρόσωπό της στις παλάμες της και αφέθηκε να κλαίει με λυγμούς. Ο Νίκος της έλεγε λόγια παρηγοριάς. Υπομονή. Κι αυτή την Πρωτοχρονιά θα φιληθούν στην οθόνη, μα του χρόνου όλοι μαζί, όπως πρώτα. Όλα θα πάνε καλά. Άγγιξε την οθόνη με βρεγμένα δάχτυλα, άγγιξε τα μάτια του, τα χείλη του. Τι να τα κάνει τα λόγια. Τα χέρια του ήθελε. Μια αγκαλιά να την τυλίξει. Κόψανε τη βασιλόπιτα και το φλουρί έπεσε στο σπίτι. Ίσως καταφέρουν να το σώσουν, ίσως καταφέρουν να είναι πάλι γρήγορα όλοι μαζί. Αγκάλιασε τα παιδιά. Η Μαργαρίτα ήρθε και χώθηκε κάτω από τη μασχάλη της. «Να ξέρεις μαμά, σ’ αγαπάω» της είπε και τύλιξε τα χεράκια της γύρω απ’ τη μέση της. Αποκοιμήθηκαν κι οι τρεις στον καναπέ χαζεύοντας τις φλόγες στο τζάκι. Χρυσές και πορφυρές. Για μια στιγμή της φάνηκε πως είδε τον Αϊ Βασίλη να κατεβαίνει απ’ την καμινάδα και να αφήνει κάτι στο περβάζι του τζακιού. Μπα, τίποτε. Μόνο η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση απλωμένη δεξιά κι αριστερά από το ρολόι. Το ρολόι που έδειχνε ακόμη δώδεκα και ένα. Μάλλον σταμάτησε. Να μην ξεχάσει να αλλάξει τη μπαταρία. Κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Ίδια ώρα. Μα δεν μπορεί. Άλλαξαν το χρόνο όλοι μαζί. Θα πρέπει να πέρασε τουλάχιστον μια ώρα από τότε. Θυμήθηκε τον Αϊ Βασίλη στο όνειρό της. Θυμήθηκε την ευχή της. Κοιμήθηκαν τόσο γλυκά και ξέγνοιαστα οι τρεις τους αυτή, την εικοστή πέμπτη, την χαρισμένη ώρα. 611