"25th hour" project | Page 540

“25th hour” project Ηλέκτρα Λαμπράκη | 10.2.2015 Ξύπνησε και με αργές κινήσεις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η ημέρα έδειχνε Δευτέρα 1η Δεκεμβρίου. Κοίταξε με μια μικρή νοσταλγία το παιδικό της πάπλωμα. Φόρεσε τα γυαλιά και ίσιωσε λίγο τις φράντζες της. Άλλη μια εβδομάδα, άλλη μια μέρα, ακόμα μια ώρα. Με το που έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της ξεκίνησε ο πόλεμος. Ο πόλεμος των σκέψεων, κάθε βήμα και μια νάρκη. Τί θα γίνει με το μέλλον της; Και το πτυχίο που κρέμεται και πιάνει σκόνη; Η δουλειά; Γιατί συνεχίζει μια δουλειά που την κακοπληρώνει και την μισεί; Μήπως είναι αχάριστη; Ότι έστω και με τα 300 ευρώ μπορεί και πληρώνει τα δικά της έξοδα και συνεισφέρει και στο σούπερ μάρκετ; Μήπως σκέφτεται τόσο πολύ τον εαυτούλη και τα δικά της προβλήματα; Αυτές και άλλες πολλές ερωτήσεις κατέκλυζαν το μυαλό της σαν τεράστιος ανεμοστρόβιλος. Δυστυχώς δεν σταματούσε ποτέ. Απλά όταν κάθεται στην καρέκλα του γραφείου που δεν είναι δικό της φυσικά αλλά το μοιράζεται με τον ταλαίπωρο συνάδελφο της απογευματινής βάρδιας πρέπει να ξεχνά τον ανεμοστρόβιλο και να θυμάται, πρέπει να πουλήσεις για να εξασφαλίσεις άλλον έναν μήνα. Μερικές φορές σκέφτεται αν είχε μια ώρα. Μια ακόμα ώρα. Πόσα πράγματα θα μπορούσε να κάνει. Τότε ξυπνάει η λογική της συνείδηση που της λέει και μια ώρα ακόμα να είχες απλά θα δούλευες περισσότερο γιατί κακά τα ψέματα αυτή είναι η επιλογή σου. Περπατώντας από την εταιρεία ως τη στάση του λεωφορείου αναρωτιόταν πως εκείνη που είχε τόσο μεγάλα όνειρα κατέληξε να ζει μια τόσο μικρή ζωή. Έπρεπε να είναι ευχαριστημένη με το κρεβατάκι της και τη δουλίτσα της; Το παιδικό της κρεβάτι και τη δουλειά της εκμετάλλευσης; Αν είχε μια ακόμα ώρα μια μόνο ώρα. Στη φωνή που έλεγε πως ακόμα μια ώρα και να είχε απλά θα δούλευε περισσότερο φώναξε. Μπροστά της σταμάτησε το λεωφορείο που θα την πήγαινε σπίτι όμως δεν άνοιξε την πόρτα του. Πήγε να προλάβει την άλλη πόρτα αλλά έκλεισε με έναν τέτοιο τρόπο που δεν θα την άφηνε να μπει. Εκνευρίστηκε. Ω, εκνευρίστηκε πολύ. Θα περπατούσε ως το μετρό. Με τις σκέψεις να την κατακλύζουν δεν κατάλαβε ότι χάθηκε. Ο δρόμος την έβγαλε σε ένα κακοφωτισμένο στενό που δεν σκέφτηκε καν να μπει μέσα. Ακούγοντας βήματα πίσω της και νομίζοντας πως την ακολουθούν άνοιξε τη πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά της. 540