"25th hour" project | Page 489

“25th hour” project 11 και τέταρτο, 12… 12… 12… Ούτε καν 12 και 1, μόνο 12… Ήταν αργά, η πλάση γύρω είχε μαζέψει τη φασαρία της μέρας και επικρατούσε μια βουβαμάρα. Στο δωμάτιο-γραφείο, όπου συχνά το γέμιζε με τους συλλογισμούς του και τους άδειαζε πάνω σε φύλλα χαρτιού σε μια προσπάθεια του να τους δώσει υποστατική μορφή, είχε φωλιάσει το σκοτάδι. Οι μόνες πηγές φωτός ήταν ο στύλος της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρικού, που έδινε μια μικρή ανάσα από το μαύρο της νύχτας στη γειτονιά του και τρύπωνε από τη μισόκλειστη κουρτίνα καθώς και η λάμψη του τσιγάρου, πιο επιβλητική από το συνηθισμένο χάρη στην έλλειψη του φωτός. Το τσιγάρο έσβησε και ο στύλος, αφού τρεμόπαιξε για ελάχιστα δευτερόλεπτα έσβησε με τη σειρά του και αυτός. Και αμέσως τα άκουσε. Σιγανά χτυπήματα στην εξώπορτα που με το πέρας των δευτερολέπτων η ένταση τους γινόταν ολοένα και πιο θαρραλέα. Ασυνείδητα τα μέτρησε, 25. Και μετά σιωπή. Ένα ισχυρό ρίγος τον διαπέρασε και έκανε επιτόπου την κίνηση να σηκωθεί απ’ την καρέκλα μα ήταν ανώφελο, το σώμα του έστεκε παγωμένο με την αίσθηση του άψυχου. Άφησε μερικές στιγμές να περάσουν, έδωσε στον εαυτό του τις απαραίτητες ανάσες και επιτέλους σηκώθηκε. Πλησίασε δειλά την εξώπορτα. «Ποιος είναι;» έκανε μια προσπάθεια να φωνάξει. «Νομίζω πως ξέρεις. Με περίμενες…» απάντησε η φωνή πίσω από την πόρτα. «Δεν καταλαβαίνω…» ψέλλισε εκείνος.«Αφού δεν με βρήκες, ήρθα εγώ σε σένα» «Τι θέλεις;» ρώτησε με τρομαγμένη φωνή. «Τόσα χρόνια, μόνο σκέφτεσαι. Ανάλωσες τον εαυτό σου με έννοιες. Μπήκες στις λεπτομέρειες και έχασες την ουσία. Και γέρασες. Εγώ ήρθα για να σε πάρω…» Και κατάλαβε. 489