"25th hour" project | Page 382

“25th hour” project τσιτάτα του Μπρυκνέρ ακόμα, τα γκραν μπατμάν, τις πέμπτες κι έκτες ποζισιόν. Τότε που πέρασε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων από μπροστά. Και η γιαγιά δεν περπατούσε καλά, οι γάμπες της όλο πρησμένες φλέβες και στηριζόταν στον παππού, και γυρνάει η Τζένη όλο λυγμό «έτσι θέλω να με κρατάς, και να γεράσουμε μαζί, θέλω να μου κάνεις παιδί» κι ο Τάσος έγινε μάτια και την κοίταγε. Τώρα, κάθε Παρασκευή βράδυ ζωντανά μπροστά στα οιδαλέα μάτια των φιλήσυχων που πίνουν bloody heart και χτυπάνε τη Μαίρη στο πρόσωπο ξεβγάζοντας τα κόμπλεξ τους και φτιάχνουν κλάματα γεννημένα καταρχάς από συζυγικές σφαλιάρες κι έπειτα από υπηρεσιακά ασφυξιογόνα (και το ‘λεγε πως είναι πολύ στενά και πως θα μας στριμώξουν). Καθώς θα πλησιάζει η 25η ώρα της μέρας, οι φιλήσυχοι θα ψιθυρίσουν Μητροπάνο, θ’ ανάψουν τη μηχανή και θα τρέξουν με γκάζια στο Βαρδάρη με τα στενά του και τις τσατσές του που διακοσμούν απαράλλακτα, δήθεν αρχαίες κολώνες με μαιάνδρους, πονηρά τασάκια και λεοπαρδαλέ καναπέδες κι όλο ν’ ακούγεται ένα «φι φι φίλα με να σε φιλήσω..» και φράσεις όπως «Πόσο ήπιες και δε χύνεις; Ποιος γαμάει μέσα; Κάποιος Kοζανίτης». Τώρα, χρωματιστά λαμπιόνια θλίψης να τα πρωτοκολλάει επίσημα ο Γραμματέας Όλεθρος σε στυλ «δεν το περίμενα μετά από όλα αυτά, όλες τους άτιμες κουλουπού» να προσπαθεί να λαμπρύνει την απολογία (να με ταΐζει η πόλη σας για πάντα και ‘γω να σκάω στα γέλια αλά Σωκράτης), να βλέπει πως ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται, ν’ αγχώνεται γελοιωδώς μπρος σε δικαστές επιστάτες, καλοθελήτριες γειτόνισσες που δεν ακούνε πια βογγητά και τις χαλάει και tanqueray με στυμμένο πόνο στα μπαρ της αλλοτρίωσης – καλέ εδώ είναι γκλαμουράτα, τι λέει ο παρακμιακός; Βρέθηκε χωρίς να το πάρει είδηση σε λίμνη υπερχειλίζουσα αίμα και πάνω στο κουπί χαραγμένη μια καρδιά να την τρώει ο σκύλος. Πάνω στη βάρκα ένα πτώμα τυλιγμένο με μάλλινη γκρι κουβέρτα και ίδρωνε να το βυθίσει. Πάνω που τα κουτσοκατάφερνε, δίνει έναν νευρικό επιθανάτιο σπασμό –τσακ– και ξετυλίγεται πάλι στην επιφάνεια. «Και τι να δω φίλε! Ήμουνα εγώ. Λίγα χρόνια νεότερος ,σαφώς ξυρισμένος, χλωμός και νεκρό τσιγάρο στο στόμα. Πότε με σκότωσα; Πότε μου αφαίρεσα την πνοή; Γιατί δε μετανιώνω; Με πιάνει ένα τρέμουλο αλλά κοιτώ να συνέλθω γρήγορα. Απλά να ‘χω το νου μου για 382