"25th hour" project | Page 31

“25th hour” project Ναταλία Ηλία | 27.5.2014 Λίγο πριν οι δείκτες του ρολογιού δείξουν σκοτάδι, μάζεψα λίγα και καλά και προτού προλάβει το μυαλό μου να σαλέψει, έφυγα. Μέσα σε τόπους ξένους αναζήτησα κρησφύγετο μακριά απ’ ανθρώπους κι άλλα του Θεού πλάσματα. Έψαξα πολύ για να βρω μια ανήλιαγη σπηλιά με θέα τη θάλασσα και το ταξίδι μου με οδήγησε κάπου ανατολικά της Μαυριτανίας, στο ακρωτήρι Βέρντε. Τα βράδια μου ήταν παγωμένα και τα κόκαλα των ποδιών μου σα να έτριζαν κάθε που ο αέρας σήκωνε την άμμο της παραλίας και την έφερνε συντροφιά μου. Ο χειμώνας ήταν πάντοτε βαρύς σ’ αυτά τα μέρη. Κι όμως, χαμογελούσα κι έκλαιγα και θρηνούσα και κραύγαζα και χαμογελούσα ξανά. Κι όλα για το παλιό μου χώμα, το μητρικό μου. Στοίχειωνε τις ημέρες και τις ήσυχες στιγμές μου. Μέχρι και μ’ ανοιχτά τα μάτια ένιωθα να το πατώ να το λιώνω στα χέρια μου κι αυτό να μη στερεύει. Κι έτσι αποφάσισα να βρω κάτι που θα μ’ έσερνε στη λήθη. Ίσως και να τ’ ονόμαζα φυλαχτό. Όχι για το κακό, αλλά για τις ενοχές και τις θύμισες που με ράπιζαν αλύπητα. Δεν είχα αφήσει πίσω μου τίποτα τ’ άξιο λόγου. Μονάχα τη ζωή μου κι όλα μου τα εξήντα χρόνια. Κι αυτά τώρα έρχονταν και με τυραννούσαν λες κι ήμουν του κόσμου ο πρώτος αμαρτάνων. Μα κι αν ήμουν, τι μ’ αυτό; Εξιλεώθηκα όμως, ύστερα από λίγο κι εκεί που οι ελπίδες μου είχαν αρχίσει να στερεύουν βρήκα στην άκρη μιας ρεματιάς γεμάτη με καρυδιές και φυλλοβόλα δέντρα, ένα ολοκόκκινο τριαντάφυλλο που μόλις αντίκριζε για πρώτη φορά αυτό τον κόσμο. Το μόνο που ‘χε γεννηθεί σ’ εκείνη την άβατη Εδέμ μέσα στο ψύχος του χειμώνα που σε τίποτα δεν έδινε ζωή. Το ξερίζωσα. Δε λογιόταν σαν θάνατος. Θυσία ήταν. Ο δρόμος του γυρισμού προς τη σπηλιά ήταν μακρύς και δύσβατος ή έτσι μου φαινόταν. Μα, όλο σκεφτόμουν πως αυτό το κόκκινο διαμάντι εμένα διάλεξε για να σωθώ απ’ της ζωής μου τα μνημονικά. Κι αυτή η σκέψη μου 'δινε κουράγιο και θέληση. Κατάκοπος, μ’ ασθενική αναπνοή σκαρφάλωσα στο κρύο σπιτικό μου και έβαλα το φυλαχτό μου στο κουτί που φύλαγα κι άλλα διάφορα απ’ την πατρίδα. Κι έπειτα τίποτα. Κενό. Ο ύπνος με βρήκε ευτυχισμένο και ήρεμο αγκαλιά με το κουτί μου. Μέσα εκεί είχα κρύψει ότι πολυτιμότερο είχα. Κι ήξερα πως το επόμενο πρωί θα μ’ έβρισκε ξέγνοιαστο κι ανάλαφρο απ’ το χθες και το προχθές και το παλιά. Κι ας έτριζαν τα δόντια μου απ’ το κρύο. Ύστερα από λίγες ώρες, κάτι τρομερό συνέβη. Έκανα να κινήσω τα χέρια μου, μα ήταν αδύνατο. 31