"25th hour" project | Page 302

“25th hour” project «Στάσου να πλυθώ και να βγάλω τα λουκούμια, να πούμε τα δικά μας. Θα ψήσω και καφέ, να δούμε στο φλιτζάνι τι κάνουν τα αδέρφια σου.» Ήταν η καθημερινή μας ιεροτελεστία αυτή τα τελευταία χρόνια που είχα ξεπεταχτεί όπως έλεγε, και ήταν φορές που πίστευα πως γι’ αυτόν τον καφέ άντεχε κάθε χάραμα που ξεγλιστρούσε από την κάμαρα για να αρχινήσει τις δουλειές. Την βοηθούσα κι εγώ όταν σηκωνόμουν, μα δεν με άφηνε να πάω στα χωράφια, να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. «Εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά εκεί!» μου έκανε αυστηρά και έβλεπα στο ταλαίπωρο πρόσωπό της, αυτό το αγγελικό πρόσωπο που όμοιό του δεν υπήρχε, ζωγραφισμένο το φόβο. «Εσένα η μόνη σου δουλειά, είναι να διαβάζεις, να προκόψεις. Να μην παιδεύεσαι και μαυρίζεις την ψυχή μου όπως τα αδέρφια σου που τα τρώει η αλμύρα στα καράβια. Γίνε ότι θέλεις, αρκεί να γίνεις κάτι.» Και πέρασαν τα χρόνια και δούλεψε με τα χέρια της μυριάδες στρέμματα η μάνα μου να με αναστήσει και να με σπουδάσει. Τώρα πια τον καφέ τον έψηνα εγώ, μα τα λουκούμια τα σερβίριζε πάντα εκείνη. Τα κρατούσε τυλιγμένα σε μια λευκή χαρτοπετσέτα, μέσα σε ένα τσίγκινο κουτάκι που της χάρισε ο παππούς όταν ήταν μικρό κορίτσι ακόμα. Είχε καταφέρει να το περισώσει από τις φλόγες, αυτό και μια ασπρόμαυρη, φθαρμένη φωτογραφία της μητέρας της με μια αφιέρωση στο πίσω μέρος, που δεν θα μάθαινε ποτέ τι έλεγε. Μα πάντα λογάριαζε πως έγραφε για εκείνη. Πως έγραφε τα αμέτρητα «σ’ αγαπώ» που δεν πρόλαβε να ξοδέψει στο προσκεφάλι της κόρης της. Με το γιασεμί και το αγιόκλημα να αρωματίζουν το αεράκι που χάιδευε τα λευκά της μαλλιά, καθόταν στη βεράντα του νεοκλασικού και με περίμενε κάθε απόγευμα να επιστρέψω σπίτι από το σχολε ίο. «Το πέτυχες το καϊμάκι στον καφέ, κόρη μου. Για στάσου να το γυρίσω, να δούμε τα αδέρφια σου, τι κάνουν». «Απορώ ρε μάνα, πραγματικά βλέπεις κάτι τόσα χρόνια εκεί μέσα;» «Βλέπω, τα πάντα βλέπω». 302