"25th hour" project | Page 254

“25th hour” project σκέψεις που την κατέκλυζαν. Και αφηρημένα μαγεμένη· και σαν μαγεμένη τους σπόρους που είχε στην τσέπη της στα πουλιά πετούσε, κι εκείνα μαγεμένα γύρω της μαζεύονταν κατά δεκάδες, «κούι - κούι» της έλεγαν παρηγορητικά, προσπαθώντας την προσοχή της να τραβήξουν από το μεγάλο ερωτηματικό που βάραινε πάνω από το κεφάλι της. «Πότε;» «Ως πότε;» «Κι αν όχι;» Βλέπεις, άλλο δεν ήθελε η μαυροφορεμένη Βούλα των δεκαεννιά Μαρτίων από το να μάθει αν την αγαπούσε πραγματικά εκείνη, αν την αγάπησε ποτέ, αν -η μάνα που την έφερε στον κόσμο- θα αποζητούσε το ένα, το χαμένο, το διαφορετικό της παιδί, διαγράφοντας έτσι την τελευταία πικρή λέξη που έφτυσαν τα χείλη της σε κείνη, «παλιολεσβία!» Λέξη βουνό και λέξη πέτρα που σιβυλλικά η πρεσβύτερη της πέταξε με δύναμη, προσδιορίζοντάς την μέσα κι έξω ως μιαρή και ανισόρροπη. Δίπλα της στο παγκάκι κάθισε ένας γλάρος -από πού ξεφύτρωσε αυτός; Δίχως φόβο, με θράσος έχωσε το λευκό κεφαλάκι στην παλάμη της, κλέβοντας απ’ τα περιστέρια την αμέριστη προσοχή της και τους σπόρους. «Σ’ αγαπάω!» είπε ψιθυρίζοντας στο αντίθετό της, στο άσπρο, ταξιδιάρικο θαλασσοπούλι, η Βούλα. Κι ήταν ο ήχος της φωνής της που ημέρεψε τις σκέψεις, θαρρώντας πως ημέρεψε και τον κόσμο γύρω της που δίχως διακριτικότητα την επεξεργάζονταν περνώντας. «Αγαπάω!» φώναξε τούτη τη φορά και καθώς η φωνή της ξεπήδησε από το στόμα, θα ορκίζονταν πως μια μικρή ευτυχία της γαργαλούσε τις πατούσες. Ξάπλωσε στο παγκάκι ανάσκελα, η ντροπή είχε πετάξει μαζί με τα περιστέρια, ψύχρανε ο καιρός, τα σπόρια τέλειωσαν, ο γλάρος τριγυρνούσε κοντά της, δεν την άφηνε αυτός, την διεκδικούσε. «Αυτή είναι η 25η μου ώρα και κανείς δεν μπορεί να μου την στερήσει. Είναι δική μου, εδώ και τώρα, ολότελα, μοναχικά δική μου και λέω πάνω της ν’ απλώσω τις ρίζες μου!» σκέφτηκε αναστενάζοντας με αποφασιστικότητα κι ανακούφιση, από τα βάθη της ψυχής της, ρουφώντας μέσα τον νηστικό αφαλό της και φορώντας το καλό της χαμόγελο, εκείνο με τις βουλίτσες του ονόματός της, που δεν το είχε για κάθε μέρα κι ούτε το σκόρπιζε σε όλους τους ανθρώπους. 254