"25th hour" project | Page 162

“25th hour” project δωματίου του. Κάθισε στη μοναδική καρέκλα, στο πλάι του μικρού πτυσσόμενου τραπεζιού που ήταν στριμωγμένο ανάμεσα στον τοίχο και στα πόδια του ημίδιπλου κρεβατιού του. Έπινε τον καφέ του με μικρές γουλιές και ετοιμαζόταν να ανάψει το πρώτο από τα τρία τσιγάρα της ημέρας, χαζεύοντας τους αστράγαλους των περαστικών που περνούσαν μπροστά από το διάπλατα ανοιγμένο παράθυρό του ημιυπόγειου διαμερίσματος. Είχε φτάσ ει η «25η Ώρα» και με το πάτημα του πυροκροτητή, ο δείκτης του ρολογιού δεν θα μηδένιζε τη μέρα, θα την πήγαινε κάπου αλλού, πιο πέρα… Καθόταν περασμένες τέσσερεις το απόγευμα και μόνος στον καναπέ του καθιστικού της αναμονής, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο γραμματέας σιωπηλός στο γραφειάκι του ακριβώς απέναντι, κάτι έγραφε σε ένα χοντρό τετράδιο. Η βαριά δρύινη πόρτα μισάνοιξε και μέσα από το άνοιγμα γλίστρησε μια αναψοκοκκινισμένη κοπέλα με λίγο τσαλακωμένο το γκρι της ταγιέρ κι ελαφρά αναστατωμένα τα μακριά μελιά μαλλιά της, με κατεβασμένα τα μάτια και μ’ έναν λεπτό μαύρο χαρτοφύλακα στο λεπτό λευκό της χέρι που έδειχνε να τρέμει ελαφρά. Την ώρα που η κοπέλα, χωρίς να χαιρετίσει, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, κατευθυνόταν προς την έξοδο, ακούστηκε μέσα από το γραφείο η φωνή του κ. βουλευτή να καλεί μέσα τον γραμματέα του. Ο Μένης έμεινε μόνος στην αίθουσα αναμονής. Σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος από καιρό. Οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες, αλλά μέσα του ήταν γαλήνιος και ανέπνεε με ηρεμία. Πλησίασε κοντά στην κλειστή μεσόπορτα και περίμενε. Σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως ακριβώς το φανταζόταν ο Μένης, ο γραμματέας βγήκε για να του εκφράσει τη λύπη του κ. βουλευτού, επειδή δεν θα μπορούσε να τον δει εκείνη τη φορά. Ο Μένης χαμογέλασε συγκαταβατικά κι εκεί που ο άλλος καθόλου δεν το περίμενε, παραμέρισε με δύναμη τον γραμματέα. Μπήκε με φούρια στο ιδιαίτερο γραφείο κλείνοντας με φόρα τη βαριά πόρτα πίσω του και με δύο μεγάλα βήματα έφτασε πάνω από τον κ. βουλευτή που εκείνη την ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο, ξαπλωμένος σταυροπόδι στην δερμάτινη πολυθρόνα του, πίσω από το δρύινο γυαλιστερό γραφείο. Ο Μένης, αισθάνθηκε τον γραμματέα να ορμάει πίσω από την πλάτη του για να τον σταματήσει. Τόσο το χειρότερο για τον γραμματέα, σκέφτηκε ο Μένης έτσι που κοίταζε κατευθείαν μέσα στα απορημένα γουρουνίσια του μάτια, τον κ. 162