"25th hour" project | Page 154

“25th hour” project μου στο σταροχώραφο. Δεν χρειάστηκε να πούμε λέξη. Τον είδα κι ήξερα πως ήταν της μοίρας μου να τον αγαπήσω. Τα απογεύματα που φεύγαμε αποκαμωμένοι απ’ τις φυτείες, με παρακάλαγε γονατιστός να έρθει να με ανταμώσει. Να με ζητήσει απ’ τους θείους μου. Να κάνουμε οικογένεια. Στο μεταξύ, με προξενεύανε σε κάποιον μεγαλέμπορα που ερχόταν στο χωριό για δουλειές. Είχε την ηλικία του πατέρα μου, ήταν γλοιώδης και είχε πρόστυχο βλέμμα. Σε δυο μήνες με παντρέψανε. Το αντάλλαγμα ήταν δελεαστικό. Βοήθησα τ’ αδέρφια μου να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν. Του έκανα δυο κόρες και λίγο πριν πεθάνει μου χρέωσε πως δεν ήμουν άξια να του κάνω έναν διάδοχο”. “Κι ο άλλος;” “Είδε κι αποείδε ο φουκαράς κι εξαφανίστηκε απ’ το χωριό. Πριν παντρευτώ, μου έστελνε κρυφά γράμματα με τη μικρή μου αδερφή. Κάτι μουντζουρωμένα χαρτιά, με ανορθόγραφες λέξεις, μουσκεμένες στα δάκρυα του, αγωνιώδεις φωνές να του παραχωρήσω έστω μια ώρα. Μια μόνο ώρα. Να μου μιλήσει, να κλάψει μπροστά μου, να μου εξομολογηθεί το μαρτύριο του… Ποτέ δεν του την παραχώρησα αυτή την ώρα. Ποτέ…” “Μα γιατί;” “Δείλιασα. Τον αγαπούσα τόσο πολύ, που ήξερα πως δεν θα μπορούσα ν’ αντισταθώ. Κι ύστερα… είχα πάντα την ελπίδα και την προσμονή, πως θα έρθει εκείνη η ώρα που θα του εξηγούσα … θα του ζητούσα να με συγχωρέσει και να καταλάβει γιατί πήρα λάθος αποφάσεις…” “Ήταν η προσδοκία που λέγατε;” “Ναι… Στο μεταξύ χήρεψα, μεγάλωσα τις κόρες μου δίχως να φύγω λεπτό απ’ το πλευρό τους, τις σπούδασα και τις καμάρωσα νυφούλες. Έγινα νωρίς γιαγιά και ξανάρχισα απ’ την αρχή να μεγαλώνω τα μωρά τους, να τα φροντίζω τις ώρες που εκείνες δούλευαν, να ξενυχτάω στις αρρώστιες τους και να προσφέρω ό,τι έχω και δεν έχω, για να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν”. “Κι εσείς; Τι κάνατε για τον εαυτό σας ;” “Μόνο πρόσφερα. Ξόδεψα αλόγιστα τις δυνάμεις και το χρόνο που μου αναλογούσε στη γη. Όταν γέρασα κι ήμουν πλέον ένα άχρηστο εργαλείο, βρέθηκα σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Παρατημένη και ξεχασμένη απ’ όλους”. 154