"25th hour" project | Page 14

“25th hour” project Ο θείος της ο Μήτσος, άνθρωπος γλεντζές, την πείραζε κάθε φορά που την έβλεπε. Πολύ γέρος πια, τα έλεγε όλα έξω από τα δόντια. «Κορίτσι μου, κοίτα να πηγαίνεις στη ζωή από το φαρδύ δρόμο, άσε τα μονοπάτια. Ήρθαμε να την απολαύσουμε τη ριμάδα και να πιούμε τα ζουμιά της. Εγώ δεν ήθελα να τον πάρεις, να ξέρεις. Αλλά η μάνα σου επέμενε. Καλή τύχη για την μεγαλοκοπέλα μου, έλεγε. Τώρα που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα και σε βλέπει από ψηλά μόνη και έρμη τι θα λέει;» «Μην ανησυχείς θείε, είμαι καλά. Κάθε μήνα, μου στέλνει χρήματα να αγοράσω μια το ένα μια το άλλο». «Βρε τα χρήματα δεν έχουν αξία. Η ηδονή του κορμιού έχει αξία. Και αυτή δεν την αγοράζεις. Τη γεύεσαι». Τις πρώτες ρυτίδες της, τις χάιδεψε μόνη της. Την πρώτη της άσπρη τρίχα, την κοίταξε μόνη της. «Του χρόνου το καλοκαίρι βγαίνω στη σύνταξη και θα έρθω για πάντα στο νησί. Έχω μαζέψει αρκετά χρήματα. Θα ζήσουμε καλά. Σου στέλνω και αυτό το κολιέ. Να το κρεμάσεις στο λαιμό σου. Θα σου πάει. Οι χάνδρες του είναι από κεχριμπάρι Δέκα πέντε χάνδρες, όσες και τα χρόνια που είμαστε χώρια. Αν τις ρίξεις στο νερό της θάλασσας θα επιπλέουν και θα ταξιδέψουν. Ο Νικόλας σου» Η καρδιά της άρχισε να κτυπά από εκείνη την ώρα, για του χρόνου το καλοκαίρι. Το κολιέ δεν το φόρεσε, το έβαλε και αυτό στο εικονοστάσι. «Έρχεται θείε Μήτσο. Πώς είναι η ηδονή του κορμιού και η γλύκα της συντροφιάς;» ψιθύρισε και άφησε λουλούδια στο παγωμένο μάρμαρο. Η μέρα που θα έβλεπε το Νικόλα της, ερχόταν απειλητικά κατά πάνω της. Τον κοίταζε στην κιτρινισμένη νυφιάτικη φωτογραφία. Το μ