"25th hour" project | Page 136

“25th hour” project Ώσπου έφερε το εμπόρευμα. - Άλαλο χελιδόνι μου, υπάρχει άφθαρτη τελειότητα; Χμ! Νομίζω έχεις ακούσει τα πάντα. Άκου και αυτό. Δευτέρα πρωί. Μόλις είχα ξυπνήσει. Πάντα υπήρχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο βάζο. Στην εποχή του το έκοβα από τον κήπο μου, τον υπόλοιπο καιρό κάθε μέρα αγόραζα από τον κύριο Γιώργο απέναντι. Μπήκα στο ανθοπωλείο. Τη στιγμή εκείνη είδα δύο πελώρια χέρια να αγγίζουν τα τριαντάφυλλα. Να τα ραντίζουν με νερό. Να κόβουν τα κοτσάνια, να τα τοποθετούν με θυμό στα βάζα και να τα τρίβουν με αηδία στην άσπρη ποδιά. «Δεν του αρέσει η δουλειά του», σκέφτηκα. Αυτές οι κινήσεις τυπώθηκαν στο μυαλό μου για πολλά χρόνια. Ήταν χέρια άνυδρα που πάλευαν την ομορφιά, την κακομεταχειρίζονταν. - Καλώς την. Σήμερα θα στο χαρίσω το τριαντάφυλλο. Έλα. Με οδήγησε στην πίσω μεριά του μαγαζιού. Φορούσα ένα κόκκινο φόρεμα. Ένοιωθα ότι βρισκόμουν στον φυσικό μου χώρο. Με πλησίασε… Κόλλησε με βαρβαρότητα στο παιδικό μου κορμάκι. Άπραγη και αμάλαγη καθώς ήμουν έμεινα με ψυχή διαλυμένη και οργή που δεν λέει να καταλαγιάσει. Σε ώριμη ηλικία τώρα, γυρεύω ακόμα έξοδο. Να κλείσω τη σελίδα και να ανοίξω μια νέα. Δεν είναι εύκολο. Τη γεύση από το γάλα του στήθους της Μάνας είχα στο στόμα. Την αφή από τα κρινοδάχτυλα της. Και αυτό, αχ! αυτό το τριαντάφυλλο γέμισε με αγκάθια και πληγές το κορμί μου. Γάλα, προστατευτικά χέρια και τριαντάφυλλο. Πως ταιριάζουν με το σιχαμερό γεννητικό υγρό, τα πελώρια αρπακτικά χέρια και τις πινελιές από αίμα στη φούστα μου; Εύκολο είναι; Έμεινα στο σπίτι τέσσερις μέρες. Πάλευα με τα σκοτάδια μου. Φοβόμουν μήπως μισήσω τα τριαντάφυλλα. Τελικά μίσησα τα στεγνά μάτια, τα πελώρια χέρια, το χώμα και το λευκό. - Ροδάμανθε απορείς; 136