"25th hour" project | Page 119

“25th hour” project σε ύλη ονείρου σαν μαγικό αντίδοτο, σαν θρησκευτική μυσταγωγία που δονεί, θέλγει και συναρπάζει μέσα στο ρευστό αστρικό χρόνο. Μικρές αναλαμπές αναμνήσεων αποτυπωμένες σαν ερωτική αντιφώνηση σαν εξαίσια πανδαισία μελωδιών και αρωμάτων της νιότης αποκαθιστούσαν μια γνήσια συγκίνηση. Η παράτολμη μνήμη της, που έβλεπε μόνον σκιές χωρίς το είδωλο τους, νεφελώματα χωρίς διαύγεια, πενθούσε τελεσιδίκως. Την πόνεσε μια πληγή στο κορμί της. Μια μικρή πληγή της νεανικής της σάρκας που δεν συγκρίνεται μ’ αυτή της ψυχής της, που αιμορραγούσε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δεν άντεχε άλλο να ζει, να τον ψάχνει και να πονά ολομόναχη μέσα στη δίνη του βουλιμικού χρόνου. Έπρεπε να τον τιμωρήσει που την άφησε να περιπλανάται στον κόσμο σ’ ένα ατέρμονο ταξίδι. Άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπήρχε! Θα τον ξεχνούσε και θα τον έστελνε πίσω στην ανυπαρξία και τη λήθη. Συνέχισε την εφικτή ονειροπόλησή της, προσπαθώντας να ξεχάσει το ανέφιχτο. Άνοιξε την τσάντα της ψάχνοντας για τσιγάρα. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον νεαρό άνδρα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Της χαμογέλασε αδιάφορα στην αρχή κι έπειτα την κοίταξε επίμονα με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. -Γνωριζόμαστε, τη ρώτησε. Εκείνη πάγωσε. Το αδιάφορο βλέμμα του πάνω της καρφώθηκε σαν μαχαιριά στην καρδιά της. Ήταν εκείνος! Όμως δεν την αναγνώρισε. Αυτή λοιπόν ήταν η τιμωρία του που την έκανε αθάνατη! Η λησμονιά! -Δεν με θυμάσαι, τον ρώτησε τρέμοντας. -Μοιάζεις … μοιάζεις με τη γυναίκα που βλέπω στα όνειρά μου. Μα… πώς είναι δυνατόν; Ποια είσαι; -Εγώ! -Δεν σε θυμάμαι! Έχουμε γνωριστεί; Γιατί σε βλέπω στα όνειρά μου; Δεν του απάντησε. 119