"25th hour" project | Page 104

“25th hour” project «Σίγουρα, αν μας κοιτάει κάποιος Θεός, από δω ψηλά θα μας βλέπει», σκέφτηκα. Την επόμενη στιγμή η ηλιαχτίδα έσβησε και άρχισα να πέφτω αβοήθητος σε ένα μαύρο κενό. Προσεδαφίστηκα κακήν κακώς στο χώμα, χωρίς να καταλάβω σε τι κατάσταση ήμουν. Νόμιζα πως σώθηκα. Με κοίταζε με τεράστια απορία ένας άνθρωπος, μια εμένα μια ψηλά στον ουρανό. Πάγωσα. Ήταν ίδιος με τους βασανιστές μου. Ήξερα πως και να του έλεγα την ιστορία μου δεν θα τον συγκινούσα. Δεν τον ένοιαζε αν εγώ βασανιζόμουν. Είχε μάθει πως έτσι έχουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι τρώνε τα γουρούνια, τα γουρούνια είναι φαγητό, δεν πονάνε, δεν υποφέρουν. Προσπάθησα να τρέξω, όμως το υπερφυσικό μου βάρος και τα αδύναμα και αγκυλωμένα πόδια μου δεν με βοηθούσαν. Με άρπαξε από το πίσω πόδι, ενώ έσκουζα με όλη μου τη δύναμη και προσπαθούσα μάταια να ξεφύγω κλαίγοντας. Το τέλος μου είχε έρθει. Είχα συναντήσει τον πιο αδίστακτο θηρευτή. Άρπαξε, τραβώντας με, μια μεγάλη πέτρα από το χωράφι και άρχισε να με χτυπάει στο κεφάλι. Πονάω, θέλω να ζήσω και εγώ, δεν έχω κάνει τίποτα. Είμαι ένα ζώο και ’γω και από κει ψηλά που βλέπει ο Θεός, είμαστε όλοι ίσοι και αρμονικοί σε αυτόν τον κόσμο. Με χτυπάει με λύσσα. Θέλει να πεθάνω. Το κρανίο μου δεν θα αντέξει σε λίγο. «Στάθη, ξύπνα ρε, τι έχεις πάθει τόσα βράδια;» Πετάγεται έντρομος, φρουμάζοντας, σαν να τον σφάζανε. Κοιτάει γύρω του και νοιώθει ασφαλής. Όλα είναι στη θέση τους… Ο μικρός νιπτήρας, το κρεβάτι, τα κάγκελα, ο τοίχος. Είναι ασφαλής στους τοίχους της φυλακής. «Βλέπω εφιάλτες τον τελευταίο μήνα πολλούς, ρε Άλκη. Βλέπω πως είμαι γουρούνι και με έχουν μαντρωμένο, με χτυπάνε, με σφάζουν, με βασανίζουν». «Χαχαχαχα, γουρούνι είσαι ρε εδώ μέσα», του απαντά ο Άλκης με σιγουριά. 104