Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2014 | Page 348

Αποσπάσματα βιβλίων Η γειτονιά των ονείρων τα μάτια μου να βεβαιωθώ και ξεροκαταπίνοντας για να πάρω θάρρος, άρπαξα το πρώτο κασόνι που βρήκα μπροστά μου. Βγήκα τρέχοντας χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου και ούτε την πόρτα δεν έκλεισα. Έτρεξα πάλι ανάμεσα απ’ τους τάφους και όταν πέρασα τη σιδερένια καγκελόπορτα, άφησα να μου φύγει μια ανάσα ανακούφισης. Επιτέλους είχα βγει από το βασίλειο των νεκρών. Μέσα στη χαρά για το κατόρθωμά μου μπήκα στην ταβέρνα αγκαλιά με το κασόνι. Όλοι με υποδέχτηκαν με γέλια, φωνές και χειροκροτήματα. Το χάραμα μας βρήκε να πίνουμε ακόμα στην ταβέρνα του Βαγγέλη. Εγώ με τον Κώστα ίσα που προλαβαίναμε να αποχαιρετήσουμε τους δικούς μας και να μπούμε στο καράβι. Το μόνο που δεν προλαβαίναμε ήταν να επιστρέψουμε στο κοιμητήρι την κάσα με τα κόκαλα. - Μη σας νοιάζει, μας έβγαλε από τη δύσκολη θέση ο Νίκος, ο γιος του Γυμνασιάρχη. Θα το πάω εγώ. Φύγετε εσείς να προλάβετε. Έφυγε ο καθένας για το σπίτι του, έφυγε και ο Νίκος αγκαλιά με το κασόνι για το κοιμητήρι. Μα καθώς είχε κι αυτός παραπιεί, τα μάτια του κλείνανε στο δρόμο, το κεφάλι του βούιζε, άλλαξε γνώμη. - Ας πάω καλύτερα σπίτι μου να κοιμηθώ και όποτε ξυπνήσω πάω πίσω το κασόνι, μονολόγησε. Με το μεθύσι του, ατέλειωτος του φάνηκε ο δρόμος κι ατέλειωτα τα σκαλοπάτια του σπιτιού που νοικιάζανε. - Τι τις ήθελε τόσες πολλές σκάλες ο συχωρεμένος; Μουρμούρισε. Φαίνεται από το πολύ ανέβα κατέβα τα τίναξε ο κακομοίρης και άφησε χήρα τόσα χρόνια τη γυναίκα του την κυρα-Θοδώρα. Ή να πέθανε άραγε από τις παραξενιές της; Άκου, η ψευτοαριστοκράτισσα να απαιτεί να τον φωνάζουν Ιωάννη κι όχι Γιάννη. Ένας απλός άνθρωπος ήταν ο Ιωάννης Κοντός, δεν ήταν δα και πρωθυπουργός! Επιτέλους, μπήκε στο σπίτι στις μύτες των ποδιών μην τον ακούσουν, άφησε το κασόνι καταγής κι έ >: