Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2014 | Page 156

Νεκτάριος Μπουτεράκος κινδύνευαν πλέον. Έφτασαν σε ένα αδιέξοδο, όπου και άφησαν το αυτοκίνητο. Η συνέχεια του ταξιδιού θα γινόταν με τα πόδια. Ο ήλιος είχε ζεστάνει αρκετά και όλα μύριζαν φθινόπωρο. Περίπου μετά από μια ώρα πεζοπορίας, κατέληξαν στον προορισμό τους. Ένα φυσικό κάλυμμα από κλαδιά και φύλλα σκέπαζαν το στόμιο μιας σπηλιάς, που με την απομάκρυνσή τους φάνηκε απύθμενη και σκοτεινή, παρθένα και άβατη από άνθρωπο. «Αυτή είναι η σωστή σπηλιά;». Ρώτησε η Αλίκη ενώ έμπαιναν όλο και πιο βαθιά. Ο Κωνσταντίνος της έκλεισε το μάτι. «Το ξέρει κανείς ότι είμαστε εδώ; Ρωτάω σε περίπτωση που μας συμβεί κάτι». «Θα έπρεπε να μου έχεις εμπιστοσύνη μετά από τόσα χρόνια». Η αποφασιστικότητα στο πρόσωπό του την χαλάρωσε κι έγιναν τα βήματά της πλέον πιο σταθερά. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος από το βάθος της σπηλιάς. Σαν να καιγόταν ξύλο και να έτριζαν οι σπίθες του. Η Αλίκη κοίταξε τον Κωνσταντίνο ερευνητικά. Δεν έδειχνε να 156 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 3 | Απρίλιος 2014 Η αναγέννηση των ηρώων - Ύδωρ ανησυχεί. Στις σπηλιές εξάλλου πορεύονται πολλά ζώα, οπότε τέτοιοι θόρυβοι είναι συνήθεις και αναμενόμενοι. Συνέχισαν με κατεύθυνση καθοδική. Σε λίγη ώρα το φυσικό φως μειώθηκε αισθητά και έβγαλαν τους φακούς από τα σακίδια τους. Η σπηλιά φωτίστηκε και ένιωσαν πιο άνετα. Ο Κωνσταντίνος παρατήρησε κάτω στάχτες και ξέρα κλαδιά, σπαρμένα παντού. Ο χώρος είχε έντονη τη μυρωδιά του καμένου. Δεν μίλησε όμως, παρότι είδε την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της Αλίκης. Για να αποφύγει τυχόν ερωτήσεις της, επιτάχυνε το βήμα του και προηγήθηκε της πορείας τους. Όσο προχωρούσαν, τόσο η σπηλιά γινόταν και στενότερη, ώσπου κατέληξαν να περπατάνε σκυφτοί. Έτριβαν τα γόνατά τους και τη μέση τους από τον πόνο και ανά διαστήματα σταματούσαν να ξεμουδιάσουν το πονεμένο τους κορμί. Τελικά έφτασαν σε ένα αδιέξοδο. «Τώρα πως θα συνεχίσουμε;». Ένα πέτρινο φράγμα ορθωνόταν μπροστά τους. «Αλίκη μου δεν ξέρω. Σύμφωνα με τον Απρίλιος 2014 | Τεύχος 3 | Ανθρώπων Έργα | 157